- μελοδραματισμός
- οτο να χρησιμοποιεί κάποιος μελοδραματικές εκφράσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελόδραμα + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελοδραματισμός — ο το να χρησιμοποιεί κανείς μελοδραματικές εκφράσεις ή να συμπεριφέρεται μελοδραματικά: Άσε τους μελοδραματισμούς! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek